- Μεσολογγίτης
- Μεσολογγίτης, ο θηλ. -ισσα ο κάτοικος του Μεσολογγίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μεσολογγίτης — ο, θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από το Μεσολόγγι ή ο κάτοικος τού Μεσολογγίου … Dictionary of Greek
Βάλβης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης (1798 1884). Έφηβος ακόμη κατέφυγε στην Ιταλία και την Ισπανία, επειδή ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ήθελε να σφετεριστεί την περιουσία του πατέρα του που ήταν ένας από τους προύχοντες του χωριού. Μόλις άρχισε η … Dictionary of Greek
АНФИМ МЕСОЛОНГИТ — [Эфеcиомагн; греч. Μεσολογγίτης, ̓Εφεσιομάγνης] (?, Магнисия Эфесская (совр. Маниса, Турция) 27.12.1879, Месолонгион, Акарнания), архидиак., греч. церковный певчий, дидаскал, мелург. Изучал древнюю сокращенную и новую аналитическую системы греч.… … Православная энциклопедия